Ιστορίες από την κρύπτη του μάγειρα

Όταν ήμουν στον στρατό, με είχανε σε ένα φυλάκιο, πάνω στην Πάτρα, φιλούσα με πάθος τα σύνορα μην μας κάνει ντου κανένας Ιταλιάνος φασίστας. Τελικά δεν μας έκανε ντου κανένας. Μόνο κάτι μαυρούληδες που έβγαιναν λαθραία από τα φέρυ μποτ και εμείς κάναμε τα στραβά μάτια.

Στη μονάδα έκανα παρέα με ένα πολύ καλό παιδί, τον Τζόνι. Τον φωνάζαμε έτσι γιατί ζούσε στην Αμερική και ήρθε να κάνει το καθήκον του. Για την μαμά Πατρίδα ρε γαμώτο.

Ο Τζόνι μου έβαλε στο μυαλό την ξενιτειά. Στο αμέρικα ,μου έλεγε, έχουν ροκενρόλ, μεγάλα αυτοκίνητα με μεγάλα πίσω καθίσματα, ντράιβ-ιν (το «ιν» είναι γιατί κάτι εισέρχεται), γαλόνια αντί για λίτρα, μιλάνε με το σαγόνι σαν ξεβιδωμένο, έχουν καλωδιακή, γαμάτα πανεπιστήμια και, το καλύτερο απ’όλα, εκείνα τα ρολς με κριμ τσιζ. Άλλο πράμα. Εγώ ένιωθα σαν μαλάκας γιατί το πιο μακρινό μέρος που έχω πάει είναι το Χονγκ Κονγκ, όπου κυνηγούσα τον Κινγκ Κονγκ με τον Φιλέα Φο(ν)γκ.

Στην σκοπιά, άρχισα να το σκέφτομαι σοβαρά. Στην Ελλάδα δεν με περίμενε τίποτα μετά το φανταριλίκι. Άρχισα να σκέφτομαι τον εαυτό μου αγρότη να σπέρνω στάρι στη Νεμπράσκα. Δεν μου φαινόταν άσχημο. Θα έπαιρνα και μια τρακτεράρα και θα ήμουν βασιλιάς. Χλίδα.

Μετά από λίγες μέρες άλλαξα γνώμη γιατί κατάλαβα ότι δεν είχα τα λεφτά για να αγοράσω, όχι το τρακτέρ, αλλά ούτε τα εισιτήρια για εκεί.

Με τον Τζόνι πίναμε μαζί μπύρες, λέγαμε για τις πρώην (δύο αυτός, μισή εγώ) και τρώγαμε πιτόγυρα. Ήταν μια πολύ ωραία εποχή. Περνούσαμε ωραία εκτός από την ώρα της σκοπιάς.
Η σκοπιά μας ήταν περιμετρικά μια αποθήκης, η οποία ήταν μισό μέτρο κάτω από το έδαφος. Δεν ξέραμε τι είχε μέσα, κάτι ακουγόταν πως ο ταξίαρχος έκρυβε μέσα πυραύλους Τόμαχωκ για το πραξικόπημα που ετοίμαζε.

Αυτή η αποθήκη ήταν περίπου τριάντα ετών. Διάβαζες την ηλικία της στους σοβάδες της, στα τούβλα της. Αυτά τα τριάντα χρόνια, πάντα μα πάντα, δίπλα της υπήρχε ένας φανταράκος που την πρόσεχε. Και αυτός ο φανταράκος εκείνες τις δύο ώρες ένιωθε απύθμενη μοναξιά. Αλλά η αποθήκη, πάντα μα πάντα, είχε παρέα. Πρέπει να ήταν το πιο ευτυχισμένο κτίριο στον κόσμο. Και γι’αυτό την ζήλευα.

Όταν απολύθηκα, έψαξα να βρω δουλειά. Δούλεψα ένα φεγγάρι στο Μινιόν και μετά στο Λαφαγιέτ. Πολύ ευχάριστες εργασιακές εμπειρίες και οι δύο. Αλλά δε με γέμιζαν.
Ένα βράδυ, χτύπησε το κινητό μου. Ήταν μια φωνή γνώριμη, αλλά και απροσδιόριστη ταυτόχρονα. Μου είπε με επιβλητικό τόνο να συναντηθούμε στο ροκάδικο της γειτονιάς μου.

Όταν μπήκα μέσα, διέκρινα την επιβλητική φιγούρα του ταξιάρχου. Το αίμα μου πάγωσε. Σκέφτηκα ότι θα θέλουν πίσω τις πυτζάμες. Και το πολυεργαλείο. Και εκείνον τον υπολογιστή που κατά λάθος πήρα από το γραφείο της γραμματέως του. Και εκείνα τα καλάσνικοφ.

Όταν άρχισε να μου λέει κάτι πίπες για έναν επαναστατικό στρατό, ησύχασα. Αλλά άρχισε να μου πιπιλάει το μυαλό σαν μπαϊσέξουαλ που ρουφάει τον λαιμό του εραστή του για να ζηλέψει η γκόμενά του. Και τότε, έτσι, από πίκα, από βλακεία, πες το όπως θέλεις, δέχτηκα.

Η προετοιμασία πάνω στο βουνό, στο Κιλιμάντζαρο, ήταν δύσκολη. Χιόνια, κρύο, γάγγραινες, λύκοι. Εκεί έχασα το ένα μου πόδι. Πιάστηκε σε μια παγίδα για αρκούδες. Δοκιμάσαμε να το βρούμε αλλά είχε εξαφανιστεί. Αλλά επειδής είμαι ατρόμητος, συνέχισα. Έγινα καπετανέος και με την πλάβα μου οδηγούσα τον αγώνα κατά του βασιλιά, μέσα στους βάλτους, τα κουνούπια και τα μπρόκολα.

Ένα βράδυ, εκεί που προσπαθούσα να κοιμηθώ, άκουσα ένα πλατς. Δεν έδωσα σημασία, νόμισα ότι ήταν βατράχι. Τελικά ήταν ο κυβερνητικός στρατός που μας είχε περικυκλώσει αθόρυβα. Μας καθάρισαν όλους και τους βαριά τραυματίες όπως εμένα, τους πήγανε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί μας κάνανε ένα σωρό βασανιστήρια. Αν δεν ήταν η εκπαίδευση του Μινιόν, θα τα είχα κακαρώσει.

Τελικά το πραξικόπημά μας απέτυχε. Ο ταξίαρχος κρεμάστηκε. Εμένα μου κόψανε και το άλλο πόδι. Και τον αντίχειρα.

Κουλός και χωρίς πόδια όπως προείπα, η ζωή μου φαινόταν τελειωμένη. Απ ‘ότι έχω καταλάβει έως σήμερα δεν φαινόταν απλά. Ήταν και είναι ακόμα. Κατάντησα ένας απόκληρος της κοινωνίας, και όπου με βλέπουν μου πετάνε γιαούρτια και με φτύνουν. Ευτυχώς που τα κυπελλάκια είναι πλαστικά πλέον και γλύτωσα από τα πολλά καρούμπαλα που πάθαινα παλιότερα.

Σαν την τεχνολογία και το κεζάπι δεν έχει.

7 responses to “Ιστορίες από την κρύπτη του μάγειρα

  1. ¨Αν δεν ήταν η εκπαίδευση του Μινιόν, θα τα είχα κακαρώσει.¨

    Ακούγεται τόσο λογικό. Πέθανα στο γέλιο. Κάτι παίρνεις εσύ και δεν το μαρτυράς.

  2. Αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι έχει ο αέρας στο σπίτι…
    Αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι έχει το φαγητό μου…
    Αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι έχει το νερό μου…

    Δεν πιστεύω ότι φταίνε τα χάπια που μου έδωσε γιατρός.

  3. Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι έτσι ήταν από μικρός..Από τότε έπινε μπύρες και υποβρύχια..Εκεί αποδίδουν οι περισσότεροι κορυφαίοι επιστήμονες τις αλλοπρόσαλες αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στο μυαλό του.

  4. Σαν ένα καλό υποβρύχιο δεν έχει.

    Θυμάμαι το ’45, ήμουν σε ένα υποβρύχιο τύπου «αρκούδα» (μπύρα απ’ έξω, ουίσκι μέσα). Είχαμε διαλύσει τον μισό συμμαχικό στόλο…

    Περασμένα μεγαλεία…Ααααχ…..

  5. Πλάβα αν θυμάμαι καλά είναι η βάρκες οι οποίες έχουν επίπεδο πάτο έτσι ώστε να μπορούν να πλέουν σε βάλτους, λίμνες κτλ.

    ΚΑΙ ΛΕΞΙΚΟ ΕΙΜΑΙ Ο ΠΟΥΣΤΗΣ!

  6. το ανέκδοτο με την πιρόγα το ξέρεις;;;;;;;;

Σχολιάστε