Aντάρης

Η πόλη των Αρκουδακίων ήταν σε αναβρασμό. Είχε μαθευτεί ότι σε λίγο κατεύθανε ο στόλος και είχαν βγει τα περισσότερα Αρκουδάκια στον δρόμο. Οι ιερόδουλες κατηφόριζαν προς το λιμάνι για να κάνουν σεφτέ με τα ναυτάκια που είχαν να δουν γυναίκα για έτη φωτός. Σε εκείνη την εποχή, το ιντερέσιαλ σεξ είναι κάτι το συνηθισμένο, οπότε μην ανησυχείτε για το τι θα βγει αν σπάσει το προφυλακτικό.

Οι αντάρτες του Συννεφούλη πολιορκούσαν τα δημόσια κτίρια, πλέον οχυρά των Σκιών. Παιδιά, παππούδες και γατιά είχαν βγάλει τις χάλκινες ζώνες που περιόριζαν τις μαγικές κοιλίτσες τους και τα έκαναν όλα πουτάνα.

Όμως και οι Σκιές δεν καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Πετούσαν ανάμεσα στα Αρκουδάκια και έμπαιναν μέσα τους από τα ρουθούνια. Έπαιρναν τον έλεγχο και βρέθηκαν να πολεμούν τα Αρκουδάκια μεταξύ τους, αδερφός με αδερφό, πρών γκόμενα με νυν. Πολύ κατεστραμένο μανικιούρ σε λέω.

Ο Συννεφούλης είχε έναν τηλεβόα και συντόνιζε τις επιθέσεις. Ήξερε ότι μπορούσαν να αντέξουν για λίγο ακόμα, ίσως ήταν και ζήτημα ωρών η συνθλιβή τους. Αλλά ήλπιζε ότι ο αστρικός στόλος της Ομοσπονδίας ήταν κοντά. Ανέβηκε πάνω σε ένα αυτοκίνητο και απευθύνθηκε στα Αρκουδάκια.

«Γενναία Αρκουδάκια, φίαρ νοτ, γιατίς θα τους πάρουμε τα σώβρακα. Απόψες τους στέλνουμε πίσω στην διάστασή τους, να πλάθουν μουστοκούλουρα και να τρώνε λαχανοντολμάδες.»

Αυτά τα λόγια του αρχηγού δημιούργησαν κλίμα συγκίνησης αλλά και ενθουσιασμού. Τα Αρκουδάκια ακτινοβολούσαν με ακόμη περισσότερη δύναμη.

«Ακτινοβολήστε Αρκουδάκια, έτσι όπως δεν έχετε ακτινοβολήσει ποτές.»

Μερικές χιλιάδες έτη φωτός μακριά

Ο υποδιοικητής του Στόλου, ο Αντιναύαρχος Πατέκ Φιλίπ, ήταν ανήσυχος. Παρατηρούσε το Ναύαρχο που ετοίμαζε τα αστρόπλοια για μάχη, αλλά φαινόταν ότι είχε ενστάσεις. Αυτό το κατάλαβε ο νεαρός μούτσος που του έφτιαχνε καφέδες, οπότε τον ρώτησε.

-Κύριε Αντιναύαρχε, τι έχετε; Δεν χαίρεστε που θα ξεπατώσουμε το ρυπαρό αυτό γένος από έναν ακόμη πλανήτη;

Τα γερασμένα μάτια του Πατέκ κοίταξαν το νεαρό, ώριμο παλλικάρι.

-Κωστάκη, είμαι με το Ναύαρχο χρόνια μαζί, από την σχολή του ναυτικού ακόμα. Ήμουν πάντα δίπλα του, πιστός του φίλος και συνεργάτης. Αλλά…
-Πείτε μου κύριε Αντιναύαρχε, πείτε μου, αλλά τι;
-Ήταν πριν δεκατέσσερα χρόνια, στο ηλιακό σύστημα του Αντάρη. Οι Εκείνοι είχαν καταλάβει τον πλανήτη ενός σπουδαίου λαού, των Dominians. Ζούσαν πίνοντας μπύρες και τρώγοντας πιτόγυρα, καταλαβαίνεις πόσο μπροστά ήταν…

Ο μούτσος κούνησε το κεφάλι του με δέος. Είχε ακόυσει γι’αυτούς. Όντως ήταν πολύ μπροστά.

-Είχαμε πορεία προς τα εκεί. Ήταν όμως και η πρώτη φορά που είχαμε προσαρμόσει στη ναυαρχίδα μας, το Κάτι-σαν-σαρκ, τον Αρμάνι και τον Βερσάτσε. Ο πλανήτης των Dominians είχε πραγματικά γεμίσει Σκιές, αδύνατον να νικήσουμε με συμβατικά όπλα. Οπότε και τα οπλίσαμε.
-Και μετά, και μετά;
-Φτάσαμε στον πλανήτη και βλέπαμε τους κατοίκους να σφαγιάζονται από Εκείνους. Βλέπαμε γυναικόπαιδα να έχουν καταληφθεί από εκείνους και να μαχαιρώνουν το ένα το άλλο. Οι υπόλοιποι ξέμεναν από πυρομαχικά. Έβλεπαν τις Σκιές να κατασπαράζουν τις ζωντανές τους σάρκες. Κοιτούσαν προς τα πάνω γεμάτοι ελπίδα. Αλλά εμείς…
-…;
-…εμείς δεν κάναμε αυτό που έπρεπε.

Ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο, όμορφο προσωπάκι του.

-Δεν σε πιάνω Αντιναύαρχε.
-Ο Ναύαρχος κοιτούσε την σφαγή, ώσπου έκανε νόημα τον πλοηγό να μας ξαναβγάλει στο υπερδιάστημα. «Είδαμε αρκετά», του είπε. Η ναυαρχίδα μας απομακρύνθηκε μερικές χιλιάδες έτη φωτός από τον πλανήτη, σα να ήθελε να είναι μακριά από αυτό που θα ακολουθούσε.
-Και τι ακολούθησε;
-Σου έχω πει πόσο σπαστικός είσαι; Αν δεν ήξερα τον θειο σου που είναι εφοριακός, θα σε έστελνα στον πυρηνικό αντιδραστήρα να φτυαρίζεις πλουτώνιο για να δουλεύει το πράμα. Τέλος πάντων, διέταξε να πατήσουν το κουμπί.
-Το κουμπί;
-Η αρχαία και τρομακτική δύναμη του Αρμάνι και του Βερσάτσε εξαπολύθηκαν. Δύο περιστρεφόμενες ακτίνες φωτός, η μία μπλε και η άλλη μωβ, η μία μέσα στην άλλη. Και χτύπησαν τον πλανήτη. Και τότε απέκτησε ο Ναύαρχος το παρατσούκλι του.
– Ο Καταστροφέας των Κόσμων;
-Ναι, ο Καταστροφέας των Κόσμων. Οι Dominians εξαφανίστηκαν, μαζί τους και το μυστικό για τον καλύτερο χοιρινό γύρο του γαλαξία.

Έβγαλε μια φωτογραφία και την έδωσε στον μούτσο.

-Να, κοίτα τον.

Όντως, ακόμα και από αυτήν τη ασπρόμαυρη φωτογραφία φαινόταν ότι ήταν ο καλύτερος γύρος του γαλαξία.

Την αφήγηση διέκοψε η φωνή του πλοηγού.

«Μπήκαμε στην ατμόσφαιρα κύριε Ναύαρχε, αναμένω εντολές σας.»

Βγάλτε τα έξω και κοπανήστε τα στο πληκτρολόγιο: Μια νέα εποχή ξεκινά!

Επειδής σας αγαπάω πάρα πολύ, και επειδής θέλω αυτό το ιστολόγιο να προσφέρει το μάξιμουμ (ή μαξιμουν) επίπεδο καψίματος (ή καΐλας), ηδονής και καταστροφής, υπέγραψα ένα συμφωνητικό με την σχολή καλών τεχνών της Γκρενόμπλ στη μακρινή….εεε…εεεε….Πορτογαλία, ναι, Πορτογαλία, εκεί είναι η Γκρενόμπλ, και σας παρουσιάζω περήφανα (πράουντλι πριζέντ):

The Domino Care Bears in technicolour , by Noula
Ο φοβερός Αρκουδάκης την ώρα της καταστροφής

Από αριστερά: μια άγνωστη ιερόδουλη, ο πρώτος αρχηγός των Αρκουδακίων, ο Αρκουδάκης, και μια γνωστή ιερόδουλη, η Παστελίτσα.

Η Μεγάλη Άρκτος (της αγάπης πάντα).

Ο Ζαχαρούλης περπατούσε στο σκοτεινό σοκάκι. Σπασμένα πλακόστρωτα, καπνοί παντού, σειρήνες, μισογκρεμισμένα κτίρια, αρκουδάκια-τζάνκια πεσμένα, αρκουδάκια-ζόμπι παραπέρα (ευτυχώς που είναι παραπέρα γιατί αν κάτσω να γράψω και καμιά σκηνή μάχης του Ζαχαρούλη με τα αρκουδάκια-ζόμπι θα γεμίσει ο τόπος αρκουδίσιο αίμα και δεν βγαίνει με τίποτα το μπουρδέλο), πεσμένες κολώνες ηλεκτροδότησης. Φυσικά είναι νύχτα, και το φεγγάρι είναι κόκκινο.

Πήγαινε να βρει την ιερόδουλη (μα τι πολιτισμένος είμαι ο πουστς) που είχε ερωτευτεί.

Ο Ζαχαρούλης ήρθε τον τελευταίο μήνα από την επαρχία. Πιτσιρικάς, δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό του. Όμως η ιδέα της επανάστασης τον έφερε στην πρώην πρωτεύουσα, η οποία βρωμούσε πύον και σκόρδο.

Τις πρώτες μέρες ήταν χαμένος. Όμως ο Συννεφούλης, ο αρχηγός της Αντίστασης, είχε οργανώσει ομάδες οι οποίες αναζητούσαν τους νεοφερμένους και τους οδηγούσαν στα κρησφύγετα πριν γίνουν αντιληπτοί από Εκείνους και σφαγιαστούν.

Εκεί έκανε παρέες, και σε μία από αυτές ήταν και η Παστελίτσα. Στην κοιλίτσα της είχε το σήμα του αγοραίου έρωτα. Εάν βρει κανένας πιο σήμα είναι αυτό θα του δώσω δώρο ένα κιλό καλαμπόκι κομπόστα. Άβγαλτος καθώς ήταν ο καημένος ο Ζαχαρούλης, δεν κατάλαβε τίποτα. Την ερωτεύτηκε.

Τώρα πήγαινε να την βρει.

Στα σκοτάδια.

Μόνος.

Την βρήκε. Εδώ άνετα θα μπορούσε να τελειώσει η ιστορία, αλλά θα συνεχίσω, γιατί με αγαπάτε.

Η Παστελίτσα πολύ χάρηκε που τον είδε. Πρώτη φορά κάποιος ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ γι’αυτήν. Του έδειξε ένα χαρτόκουτο που ήταν παρατημένο παραδίπλα και του έκλεισε το μάτι. Μπήκαν μέσα. Τραγουδούσαν Τσαλίκη ως το πρωί αγκαλιασμένοι.

Κρατήστε αυτό το ζευγάρι για αργότερα…Φτάνει τόσος έρωτας, πάμε στην καΐλα τώρα.

Μερικά εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, ο αστρικός στόλος ταξίδευε σε ταχύτητα δίνης. Ήταν οι δυνάμεις του Τατζικιστάν. Η Ομοσπονδία του Τατζικιστάν στο ολόκληρο. Κυνηγούσαν τις Σκιές από γαλαξία σε γαλαξία, από ηλιακό σύστημα σε ηλιακό σύστημα, από πλανήτη σε πλανήτη, από φεγγάρι σε φεγγάρι. Το μίσος ξεκίνησε όταν Εκείνοι κατέστρεψαν τον πλανήτη των Τατζίκων πριν χιλιάδες χρόνια. Έζησαν δεκάδες χρόνια σκλάβοι στον ρημαγμένο τόπο τους.

Ένα βράδυ (για τότες μιλάω ακόμα), οι Τατζίκοι και οι Σκιές είδαν έναν μετεωρίτη να σκάει κάπου πάνω στον πλανήτη. Τρεις μέρες μετά κατάλαβαν ότι δεν ήταν μετεωρίτης.

Μην ήταν η Φαίη; (ινσάιντ τζόουκ του κώλου, αλλά μ’αρέσει!)

Όχι.

Ήταν ο Όπτιμους Πράιμ.

Αν αναρωτιέστε, τρεις μέρες κράτησε το τζετ λαγκ.

Ο Όπτιμους έδιωξε τις Σκιές από τον πλανήτη των Τατζίκων. Έμεινε μαζί τους για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τους έμαθε πράματα που ούτε πίστευαν ότι υπάρχουν. Τους έδωσε την τεχνολογία της ψυχρής σύντηξης. Τους έμαθε να φτιάχνουν διαστημόπλοια. Τους έμαθε να ταξιδεύουν και στις δώδεκα διαστάσεις. Τους έμαθε να μαγειρεύουν στραπατσάδα. Τους έμαθε τα Αρμάνι και τα Βερσάτσε. Αλλά με την υπόσχεση ότι θα τα χρησιμοποιήσουν όλα αυτά για να εξαφανίσουν Εκείνους.

Δημιούργησαν τον μεγαλύτερο και ισχυρότερο στόλο που έγινε ποτέ. Έκαναν σύμμαχο κάθε δύναμη που εναντιωνόταν σε Εκείνους. Έτσι δημιουργήθηκε η Ομοσπονδία, η οποία, αν υποθέσουμε ότι Εκείνοι ήταν οι κατσαρίδες, αυτή ήταν η τέζα.

Ο αρχηγός του στόλου ήταν ο Ναύαρχος. Σκέτο. Δεν είχε όνομα. Δεν είχε τόπο. Δεν είχε ελπίδα. Δεν είχε καμιά πατρίδα. Το πρόσωπό του ήταν πάντα καλυμμένο και ξεχώριζαν μόνο τα μάτια του. Τα λαμπερά μάτια του. Το μίσος του για Εκείνους ήταν απύθμενο. Κανεις δεν ξέρει γιατί ακριβώς. Το μόνο που ήξεραν όλοι ήταν ότι ο Ναύαρχος ήταν ο χαρισματικότερος ηγέτης που είχαν οι Τατζίκοι. Ο τύπος έσπερνε. Υπήρχε και ένας θρύλος ότι είχε πάρει μέρος στο Κάστρο του Τακέσι. Ρισπέκτ.

Ο Ναύαρχος καθόταν στην καρέκλα του και κοιτούσε τα άστρα να περνούν με απίστευτη ταχύτητα.

«Πλοηγέ, βάλε τους υαλοκαθαριστήρες, γέμισε το παρμπρίζ μυγάκια. Επίσης άναψε τα όπλα Αρμάνι και Βερσάτσε να ζεσταίνονται.», είπε με την βαθιά φωνή του.

«Μάλιστα καπετάνιο», αποκρίθηκε ο πλοηγός. Είχε ενθουσιαστεί γιατί είχαν χρόνια να χρησιμοποιήσουν αυτά τα όπλα. Θα γινόταν μεγάλο μπαντιρντί.

Η ναυαρχίδα του στόλου γυάλιζε στο κόκκινο φως του ήλιου αυτού του συστήματος. Σε λίγες ώρες θα ήταν σε τροχιά πάνω από την Αρκουδοαγαπούπολη…

Το μαύρο επεισόδιο: Μαυρίλα και πάλι μαυρίλα.

«Ο ήχος της βροχής που μαστίγωνε την πυκνή ζούγκλα ακουγόταν όπως ο ήχος της βροχής που μαστιγώνει την πυκνή ζούγκλα. Ο μικρός ελέφαντας βρήκε ευκαιρία να ξεμυτίσει και να φάει φρέσκο πράμα. Εάν δεν έτρωγε τώρα που ήταν στην ανάπτυξη, πότε θα έτρωγε; Όταν θα έφτανε τα τριανταπέντε και θα τα έβαζε σε φάρδος;

Καθώς βοσκούσε αμέριμνο το μικρό ελεφαντάκι, είδε μία λάμψη στον ουρανό.
‘Μπα, η ιδέα μου θα είναι’, σκέφτηκε.

Όμως η λάμψη ξαναεμφανίστηκε, και μάλιστα αυτή τη φορά δεν εξαφανίστηκε, αλλά ερχόταν προς αυτό.
Ο ελεφαντούλης άρχισε να τρέχει σα να είδε το Μικιμάους. Και έτρεχε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ, σαν τη Λόλα δηλαδής.

Όμως η λάμψη ήρθε από πάνω του. Και όπως περιμένατε, ναι, ήταν ένας ιπτάμενος δίσκος. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, έντονο φως έλουσε τον ελεφαντάκο, ο οποίος άρχισε να πετάει προς τον ιπτάμενο δίσκο.

Οι απαγωγείς τον οδήγησαν στο Homestar τους που λεν’ και στο χωριό μου. Εκεί, με φρικτά βασανιστήρια δημηούργησαν αυτό το τέρας που μας σκλάβωσε.»

Έτσι τελείωσε η ιστορία του Αρκουδάκη, του παλιού αρχηγού των ένδοξων Αρκουδακίων, πλέον μέντορα της επανάστασης και σοφό θεωρητικό καθοδηγητή της Αντίστασης, στα νεαρά αρκουδάκια που ήρθαν να τον βρούνε κρυφά από Εκείνους.

Η άλλωτε περήφανη πόλη, με τα λευκά τείχη και τους ψηλούς καστρόπυργους, ήταν τα τελευταία πέντε χρόνια γκρι. Σκιές κυριαρχούσαν στους δρόμους. Όσα αρκουδάκια αποφάσισαν να υποκύψουν, φορούσαν χάλκινη ζώνη που δεν άφηνε τις κοιλίτσες τους να κάνουν τα μαγικά τους. Τα υπόλοιπα είτε έφυγαν στην επαρχία, όπου η παρουσία Εκείνων ήταν σπάνια, ή κρύφτηκαν στους υπονόμους, και δημιούργησαν την Αντίσταση.

Όλα άλλωστε ήταν γραμμένα. Τα είχε προφητέψει ο Domino και τα είχε γράψει στα βιβλία του. Έξι βιβλία μόνο είκοσι ευρώ. Τελευταίες μέρες παρουσίασης του πακέτου.

«Φουξ ελέφαντας θα έρθει να μας φάει, αλλά θα τον τσακίσουμε, και θα μας παρακαλάει.
Πέντε χρόνια θα υπομένουμε, αλλά στο τέλος θα αρμέγουμε.
Απ’τη φυλακή του θα ελευθερωθεί, με ρόδες γρήγορες θα έρθει να μας βρει.
Το αίμα θα κυλήσει σαν από γάργαρη πηγή, χωρίς δάκρυα, χωρίς οργή.»

Στιχάκια του κώλου, αλλά τι να κάνουμε, αυτά γράφει η προφητεία.

Αρχηγός πλέον ήταν ο Συννεφούλης. Ο γαλλικός μπερές και το υπερβολικό πάχος του τον έκαναν να ξεχωρίζει. Μερικούς μήνες μετά την επίθεση, είχε μπορέσει να οργανώσει τα εναπομείναντα αρκουδάκια. Αλλά τα πράματα ήταν δύσκολα. Οι Εκείνοι έστελναν ηλεκτρομαγνητικους παλμούς στους υπονόμους για να τους εξοντώσουν.

Όμως τις τελευταίες μέρες κάτι άρχισε να αλλάζει. Υπήρχε μια φήμη ότι ένας αστρικός στόλος κατευθυνόταν προς την πόλη τους, με άγνωστο αρχηγό αλλά με σαφή σκοπό: να εξοντώσει το κακό.

Και ξέρετε τι σημαίνει αστρικός στόλος: πόνος, πολύς πόνος…

Τα ελεύθερα αρκουδάκια άρχισαν να έρχονται μυστικά στην πόλη και να μπαίνουν στην Αντίσταση. Οι υπόνομοι έκρυβαν στα σπλάχνα τους κάτι από το χρώμα της παλιάς πόλης. Όπλα ερχόταν συνεχώς από σήραγγες δεκάδων χιλιομέτρων σκαμμένες με τις πατούσες και μόνο. Τα τρόφιμα ερχόταν από τους μπαχτσέδες σε κάρα που τα έσερναν τυφλοπόντικες και έσκαβαν τον δρόμο τους μέσα στα σκοτάδια. Τα αρκουδάκια-μάγοι έβραζαν διάφορα φίλτρα και μελετούσαν νέες υπερφυσικές δυνάμεις που αντιστεκόταν στις σκιές. Ακόμα και τα παιδάκια έφτιαχναν γιο-γιο με εκρηκτικά.

Αν όλα αυτά ήταν μάταια θα το ήξεραν σε μερικές ημέρες.

Πωπω ρε πούστη, μαύρισε η ψυχή μου μαύρισε….

Τα Αρκουδάκια της Αγάπης: Το χαμένο επεισόδιο, part 2

Ο Αρκουδάκης έβλεπε τον φουξ ελέφαντα να πλησιάζει προς την Αρκουδοαγαπούπολη με ύφος συνοφρυωμένο. Το μυαλό του γυρνούσε πιο γρήγορα και από μπλέντερ εκείνη τη στιγμή, προσπαθόντας να βρει λύση.

Το πρώτο που του πέρασε από το μυαλό ήταν να τον πλακώσει με το καλάσνικοφ. Όμως το ξανασκέφτηκε γιατί είχε δει σε ένα ντοκιμαντέρ ότι απαγορεύεται να σκοτώσεις ελέφαντα με καλάσνικοφ. Οπότε διέγραψε την επιλογή.
Το άλλο που του πέρασε από το μυαλό ήταν να στείλει sms στο Κρητικό αρκουδάκι, το Πυρηνικάκη. Το πρόβλημα ήταν όμως ότι ακόμα και αν νικούσαν, η ένδοξη πόλη τους θα γινόταν ένας σωρός από ερείπια και τα αρκουδάκια πλέον θα είχαν τέσσερα μάτια και πέντε χέρια. Δεν έλεγε.

«Δε λέει», σκέφτηκε.

Ο φουξ ελέφαντας συνέχισε να έρχεται. Ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει την τεράστια προβοσκίδα του, η οποία ήταν σα μακαρόνι από το παστίτσιο του Ρεκόρ Γκίνες στην Ουρουγουάη το 1895, για να ρουφήξει όλη την αγάπη.

Οι νευρικές κινήσεις του Αρκουδάκη τον έκαναν να ακουμπήσει το φυλαχτό. Το κράτησε στα χέρια του και το κοίταξε. Το βιοσυμβατό τιτάνιο γυάλιζε στο σούρουπο. Συνέχισε να το κοιτάζει. Τότε το σήκωσε στον αέρα και φώναξε:

«Domiiinooooooooooo».

Τώρα φέρτε στο μυαλό σας εκείνη την κλισεδιά που τρομάζουν τα πουλιά και πετάνε, που το πλάνο ανοίγει κ φτάνει στο διάστημα και λοιπες μαλακίες.

Ο ελέφαντας σταμάτησε να περπατάει. Ψάρωσε από την φωνή του Αρκουδάκη.

«Χρόνια έχω να ακούσω τόσο γκέι φωνή», σκέφτηκε, και συνέχισε να ποδοπατάει τις ατελειίωτες φυτείες σόγιας και καλαμποκιού που έσπερναν τα αρκουδάκια-δούλοι, τα οποία ήταν μια κατώτερη κάστα και τραβούσανε όλο το λούκι.

«Χαλασμένο πράμα με έδωκε ο ηλίθιος;», σκέφτηκε ο Αρκουδάκης. «Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορεί να κάνει;»

Όμως άξαφνα ο ουρανός σκοτείνιασε και κεραυνοί άρχισαν να σαρώνουν το έδαφος. Ένας χτύπησε τον ελέφαντα, ο οποίος ζαλίστηκε και έπεσε στα γόνατα. Η αριστερή ρώγα του Αρκουδάκη σκλήρυνε.

Μόλις με πήρε τηλέφωνο η γιαγιά μου και με είπε ότι εκεί στο χωριό έχει μαυρίλα και «τσακμακίζει». Οπότε στα εφέ παραπάνω προσθέτω και το τσακμάκισμα.

Ο ελέφαντας όμως συνήλθε γρήγορα και ξανασηκώθηκε στα πόδια του.

Όμως τότε ακούστηκε. Ήταν σαν την σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή που έριξε τα τείχη της Ιερουσαλήμ (αυτή η ιστορία θα γραφεί σε άλλη ανάρτηση). Ο βαθύς ήχος ερχόταν από το βάθος. Από την μεριά του αυτοκινητοδρόμου.

-Είναι αυτός!, αναφώνησε ένα μικρό αρκουδάκι.
-Ποιός «αυτός» ρε πιτσιρικά; Δε με λες και εμένα να μάθω;, ρώτησε απορημένος ο αρχηγός.
-Μα, είναι η κόρνα του Όπτιμους Πράιμ!
-Α, είπε ο Αρκουδάκης, για να δείξει ότι κατάλαβε, ενώ στην πραγματικότητα δεν κατάλαβε, όπως κάνουμε εμείς τα λιμά οι άνδρες και μας λένε κάτι οι γκόμενες και λέμε ναι ναι ενώ δεν ξέρουμε, δεν καταλάβαμε και δε μας ενδιαφέρει. Ξαφνικά άρχισα να γράφω με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Στο βάθος φάνηκε μια νταλίκα. Ερχόταν σαν δαιμονισμένη, τα λάστιχα έβγαζαν καπνούς και τα φερμουίτ ήταν έτοιμα να πάρουν φωτιά. Η κόρνα της ήταν τόσο δυνατή, που ακόμη και ο ήλιος σταμάτησε από την τρομάρα να κινείται.

Σε ένα λεπτό ήταν εκεί. Άρχισε να μεταμορφώνεται. Από φορτηγό έγινε ένα τσαμπουκαλεμένο πανίσχυρο ρομπότ. Σκλήρυνε και η δεξιά ρώγα του Αρκουδάκη.

Ο ελέφαντας όρμηξε πάνω στον Όπτιμους. Τον έριξε κάτω.

Το μικρό αρκουδάκι που ήταν φαν του , ανέβηκε σαν την Τσίτα πάνω σε έναν πλατάνι και φώναζε συνθήματα υποστήριξης προς το καλόκαρδο ρομπότ. «Keep loving in the dark ages» και κάτι τέτοια περίεργα.

Ο Πράιμ με ένα σάλτο σηκώθηκε όρθιος, και έπιασε στα χέρια του τον ελέφαντα. «Ρε Ντάμπο, θα σε λιώσω», του είπε.
«Θα με κλάσεις δυο μάντρες, ανακυκλωμένε τέντζερη», απάντησε ο ελέφαντας.

Παλεύανε ώρες, χέρι με προβοσκίδα, αυτί με μπουλόνι. Χαμός στο ίσωμα. Σκόνη, κραυγές, κεραυνοί.

Τοπίο αποκάλυψης.

Ο ελέφαντας όμως έκανε μια πολύ τσάτσικη σκέψη. Πέταξε χώμα στα φωτεινά μπλε μάτια του ρομπότ. Εκείνο τυφλώθηκε προσωρινά και πάλευε να τα καθαρίσει. Αφού είχε κερδίσει μερικά δευτερόλεπτα, ο φουξ ελέφαντας γύρισε προς το μέρος του αρχηγού. Και άρχισε να ρουφάει.

Ο Αρκουδάκης κρατήθηκε από έναν πάσαλο. Κρατιόταν με όλη του τη δύναμη. Αλλά…

Ο ελέφαντας σταμάτησε να ρουφάει. Κάτι γυάλιζε στην άκρη προβοσκίδας του. Γυρίζει προς τον Όπτιμους, ο οποίος μένει κόκκαλο. Ήταν το φυλαχτό. Το ρομπότ πέφτει στα γόνατα και προσκυνάει τον ελέφαντα,

«Επιτέλους απέκτησα το τηλεκατευθυνόμενο-νταλίκα που ήθελα πάντα».

Έπειτα ακολούθησε ο όλεθρος. Ο ελέφαντας ανέβηκε στην κορυφή ενός λόφου και ξεκίνησε να δουλεύει. Ρουφούσε τρεις μέρες. Χάθηκε η αγάπη, τα χρώματα, η φιλία. Όλα έγιναν γκρίζα και ψυχρά.

Η θρυλική πρωτεύουσα των Αρκουδακίων έπεσε.
Ο Όπτιμους Πράιμ αιχμαλωτίστηκε.
Ο Domino έτρωγε πιτόγυρα μέσα σε ένα διαστημόπλοιο αγνοώντας το τι είχε συμβεί.

Χάθηκε κάθε ελπίδα;

Τα αρκουδάκια της αγάπης: Το χαμένο επεισόδιο, part 1.

Ο Λεοντόκαρδος καθόταν στο Μπαρ της Αγάπης και έπινε μπύρες μαζί με τον Αγαπούλη, το πράσινο αρκουδάκι με την καρδιά και τον απινιδωτή. Καθόταν και τα λέγανε.

-Σε λέω Αγαπούλη, έριξα όλα του τα χρήματα σε μετοχές μιας εταιρείας που φτιάχνει ουράνια τόξα και σοκολατάκια για ερωτευμένους. Προβλέπω ως το τέλος του έτους να έχω φοβερές αποδόσεις!
-Ναι ρε Λεοντόκαρδε, αλλά αυτούς δεν τους χτύπησε η κρίση; Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα χάσεις τα λεφτά σου;
-Μα ο κόσμος δεν έχει λεφτά, έχει πέσει σε κατάθλιψη και τρώει σοκολατάκια! Δεν θέλει πολυ μυαλό!
Και σκάσανε στα γέλια τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους!

Αλλά στο βάθος του μυαλού τους τους απασχολούσε ένα σοβαρότερο πρόβλημα. Απο το Παρατηρητήριο της Χαράς κοντά στα βόρεια σύνορα της Αγαποχώρας τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Ένα κακό κάπου μακριά ξυπνούσε.

Ο Συννεφούλης έπαιζε αμέριμνος Super Mario στο καινούριο του Wii. Δίπλα του ο Χρωματούλης άκουγε Skim the Cream στο mp3 του. Όμως και αυτοί είχαν ένα βάρος στο στομάχι, και δεν ήταν από το πρόβειο κεμπάπ που έφαγαν για μεσημεριανό.

Ο Χρωματούλης ένιωσε μια δόνηση στον αέρα. Βγήκε έξω με το mp3 player στα μεγάλα του αυτιά, και κοιτούσε προς τον βορρά. Ο λαιμός του έκανε μια απότομη σύσπαση. Άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη ψυχολογική πίεση.

Ο αρχηγός των Αρκουδακίων, ο φοβερός Αρκουδάκης με τις ροζ παλάμες και το καλάσνικοφ στην κοιλίτσα, κάθόταν στο γραφείο του. Προσπαθούσε να σκεφτεί ένα σχέδιο αντιμετώπισης της νέας απειλής. Εϊχε διώξει όλους τους συμβούλους του, ήθελε να μείνει μόνος, να χαλαρώσει, μπας και του έρθει τίποτα.

Σηκώθηκε από την γυριστή πολυθρόνα του και άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας. Παραμέρισε το βάζο με τον φρεσκοαλεσμένο ελληνικό καφέ και έπιασε μία μπάλα τυλιγμένη σε μία πετσέτα, χρώματος ροζ με μικρά ουράνια τόξα. Ξετυλίγει την πετσέτα και βγάζει από μέσα μία κρυστάλινη σφαίρα και μια βιντεοκασέτα της ταινίας του ’80. Την βάζει στο βίντεο.

«Από όλους τους πούστηδες, εγώ είμαι ο πιο άνδρας», είπε ο ήρωας της ταινίας, και ο Αρκουδάκης κοιτούσε με προσοχή για σημάδια. Καθώς παρακολουθούσε αποχαυνωμένος, κρατούσε στα χέρια του ένα φυλαχτό που του είχε δώσει ο παλιός του φίλος Domino, ένα βράδυ που έπιναν τσίπουρα -χωρίς γλυκάνισο- και έτρωγαν από μισό μπακαλιαράκι ο καθένας γιατί δεν είχαν λεφτά.

«Όταν χρειαστείς βοήθεια, πάρε αυτό το φυλαχτό στα χέρια σου και φώναξε το όνομά μου.»

Τότες πάτησε το στοπ στο τηλεκοντρόλ. Του ήρθε μια ιδέα. Στον Σκάι είχε το ντοκυμαντέρ με τις πουτάνες, καλύτερα να έβλεπε εκείνο.

Καθώς έβλεπε πόσο ζόρικο είναι να είσαι πουτάνα στη Νεμπράσκα, συνέχισε να κρατάει στα χέρια του το φυλαχτό, το οποίο είχε σχήμα καρδιάς και ήταν φτιαγμένο από τιτάνιο.
Εκείνη την στιγμή χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο αρχηγικός σωματοφύλακας, ο Κοστνεράκης (καλά ε, η υποβόσκουσα εξυπνάδα είναι πολύ μπροστά…) με σήμα τα μαύρα γυαλιά ηλίου (στην κοιλιά πάντα) και λέει στον Αρκουδάκη ότι λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αρκουδοαγαπούπολη είναι ένας τεράστιος ελέφαντας που απειλεί να ρουφήξει όλη την αγάπη από την χώρα τους αρχικά, και μετά από όλο τον κόσμο.

Ο αρχηγός σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Συνήθως έβλεπε την φουξ θάλασσα, αλλά τώρα έβλεπε έναν τεράστιο φουξ ελέφαντα να αναδύεται από αυτήν.

«Τα πράγματα έγιναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα…», σκέφτηκε.

Του μπι -ορ νοτ του μπι?- κοντίνιουντ…

Πωλείται μηχανή που τυπώνει ευρώ, μόνο 17.000€, με εγγύηση ενός έτους.

Η Μικέλα ήταν μέσα στο αυτοκίνητό της, αποκλεισμένη στην κίνηση. Οι δρόμοι της Όμαχα, της πρωτεύουσας της Νεμπράσκας (και όχι «της Νεμπράσκα» οφ κουρς) τα τελευταία χρόνια έχουν γεμίσει αυτοκίνητα. Το κέντρο ειδικά της πόλης είναι απροσπέλαστο.

«Ρε γαμώτο τώρα, έχω κοτζάμ Κράισλερ με σήμα το κριάρι και θα καταλήξω να έχω φιατάκι της πλάκας;», σκέφτηκε.

Παίρνει το πακέτο με τα σλιμ τσιγάρα που είχε πεταμένα στο κάθισμα του συνοδηγού. Δίπλα φιγουράριζε το καινούριο κινητό της, το οποίο φόρτιζε χαρούμενο με τα φωτάκια του και την οθονίτσα του αναμένα. Τι γλυκό.

«Για να δούμε, θα χάσουμε κανά κιλό με αυτά τα σλιμ, γιατί τα άλλα τα λάιτς μούφα.»

Καθώς τραβάει μια τζούρα, σκέφτηκε ότι το φανάρι άργησε πολυ να πρασινίσει, ή ότι κάνουν τα φανάρια εκεί στη Νεμπράσκα τέλος πάντων. Περίεργο.

Το μυαλό της ξαναγύρισε στην εξαγορά της Κράισλερ από την Φίατ, και βλαστημούσε φωναχτά για την ώρα και την στιγμή που πούλησε την ροζ Κάντιλακ σε εκείνον τον έμπορα, που πουλούσε αυτοκίνητα, σαμπώ, σκαμπώ και πλαστικά σκατά.

Τότε, νιώθει το φως του ήλιου να της καίει τα μάτια. Θολούρα, μόνο θολούρα. Και ξαφνικά, βλέπει έναν γιαγαντόσωμο άνδρα, με μυτερά αυτιά, μεγάλο κρανίο, τρία μάτια και κελεμπία χρώματος μπλου ελεκτρίκ.

Η Μικέλα δεν πολυκόλωσε γιατίς είχε δει και λυκανθρώπους παλιότερα. Ο άνδρας άρχισε να μιλάει.

«Σου δίνω την τιμή αλλά και το αβασταχτο μαρτύριο να είσαι εσύ η προφήτης μου. Έκανα μεγάλη έρευνα αγοράς, και σαν τα βυζιά σου, το μυαλό σου ήθελα να πω, δεν βρήκα πουθενά. Άκου καλά αυτά που θα σε πω. Σε σαράντα πέντε (45) ημέρες ακριβώς από σήμερα, τηα έρθει η συντέλεια του κόσμου σας, από εμάς, τους Βλιμαβλίμα, των οποίων τυγχάνει να είμαι αρχιερέας. Και αγγελιαφόρος απ’οτι φάνηκε σήμερα, κάτι δεν πάει καλά με τις δομές εξουσίας, αλλά αυτό θα το κανονίσω άλλη φορά. Αυτές τις μέρες, κάθε τρεις συγκεκριμένα, θα πέφτει απάνω στο ανθρώπινο γένος και από μια πληγή. Τσίμπα το ποστ-ιτ όπυ σου έχω σημειώσει το πρώτο.»

Η Μικέλα το τσιμπάει. Το ποστ-ιτ έγραφε τα εξής:

Πληγή 1: Ξυραφάκια Άστορ, δεμένα με μολυβένια βαρίδια ψαρέματος, θα πέσουν από τον ουρανό.

«Τα άλλα δεν τα σκέφτηκα ακόμα, θα σε ξαναεπισκεφτώ. Αριβεντέρλα προς το παρόν.»

Ο άνδρας εξαφανίστηκε, η θολούρα έφυγε, το φανάρι έγινε πράσινο, το τσιγάρο ήταν όπως πριν, ούτε χιλιοστό καμμένο παραπάνω. Η Μικέλα, που είναι και πολύ αφάν γκατέ και οτ κουτούρ, φάνκι φατσούλα και κουλ τυπάκι, που διαβάζει Lifo σε μετάφραση στον Γούγλη Τρανσλάτε (Ιταλός είναι), έβαλε πρώτη και πάτησε γκάζι. Έκανε αναστροφή και γύρισε σπίτι. Ανοίγει την κατάψυξη, βγάζει ένα κομμάτι κρέας και πηγαίνει προς το υπόγειο. Χτυπάει την πόρτα, την ανοίγει και πετάει το κομμάτι μέσα.

«Αδελφούλη σου έφερα φαγητό», φωνάζει, και κλείνει την πόρτα. Ακούγεται ένα γρύλισμα.

Πηγαίνει προς το τηλέφωνο. Πληκτρολογεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό. Χτυπάει.

«Μικέλα εδώ. Τσίμπησε το δόλωμα. Αναμένω οδηγίες», είπε. Είπε και δύο οκέι και το έκλεισε. Πηγαίνει στο καθιστικό.

«Έχει αρχίσει να με κουράζει αυτή η δουλειά», σκέφτηκε ξεφυσώντας.

Ο Κινέζος κουλουρτζής και το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό.

Η θερμοκρασία του νερού ήταν τέλεια. Ξεντύθηκε και βούτηξε μέσα στη μπανιέρα όπου είχε ρίξει αφρόλουτρο με άρωμα κεράσι –σ.σ. τα σπάει– και μία μπαλίτσα από τα Βόδισοπ που κάνει μπουρμπουλήθρες και βγάζει αιθέρια έλαια. Πάντως ρε παιδιά, είδατε, είναι αλλιώς να ξεκινάει ένα ποστ με την υπόσχεση ότι θα είναι τσοντιάρικο.

Πρώτα πρεπει να απαντήσω στον άγνωστο φίλο μου ότι η μίζα του Saxo δεν γυρνάει γιατί δεν έβαλες το κλειδί μέσα.

Είχε βάλει απαλή μουσική στο πικάπ. Σιχαινόταν τα σιντί και τα ντάουνλόαντ. Εϊχε και ένα ποτήρι με μπύρα αρίστης ποιότητας, το οποίο έπινε αργά και απολαυστικά. Όχι, δεν μπορώ να σας πω πως το έκανε.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Πατάει την ανοιχτή ακρόαση.
«Ετοιμάσου να πάμε έξω, θα περάσω σε λίγο να σε πάρω.»

Πώς βαριόταν. Ήθελε να μείνει μέσα απόψε, να ευχαριστηθεί το αφρόλουτρο, να μην δει την φάτσα του για μια μέρα. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά, και αυτός που είπε ότι η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη ή πολύ πλούσιος θα ήταν και όλη μέρα ψω&#κοπανούσε ή πολύ πεινασμένος και ήθελε να φάει τον αφέντη. Δυστυχώς ο Λεβέντης που ψήφισα δεν πήγε καλά. Την άλλη φορά.

Σηκώνεται και φοράει μόνο τα απαραίτητα. Μόνο άρωμα δηλαδή.

Σε λίγο χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Κατεβαίνει. Μπαίνει στο ακριβό Πεζό 307, μαύρου χρώματος, τρίθυρο, βασική έκδοση. Ήταν ένα από τα ελάχιστα που κυκλοφόρησαν. Αμαξάρα σε λέω. Τώρα μπορεί να κοστίζει και 123.000 ευρώ.

«Απόψε δεν ήθελα να σε δω, σε βαρέθηκα.»

Ο οδηγός δεν απάντησε. Οδηγούσε στην λεωφόρο με ταχύτητα. Η κατεύθυνσή του ήταν προς τη νότια έξοδο της πόλης.

«Πού με πας;»

Πάλι καμιά απάντηση.

Τώρα εδώ θα κολλούσε τρελά να ερχόταν ένας ιπτάμενος δίσκος και να γινόταν της πόπης, αλλά είπα στην ψυχολόγο μου ότι θα μπω στον ίσιο δρόμο.

Δεν γαμείς.

Ξαφνικά βλέπουν μια λάμψη στον ουρανό. Το ραδιόφωνο αρχίζει να κάνει παράσιτα. Το αυτοκίνητο σβήνει, το τιμόνι κλειδώνει.

«Γουάτ δε χεκ ισ χάπενινγκ?» ρωτάει ο οδηγός. Παρατηρήσατε ότι το ερωτηματικό είναι αγγλικό; Το ιστολόγιο τούτο είναι σαν παστρικιά κοκόνα γκόμενα. Όλα πάνω του υπερβολικά σωστά.

Ένας ιπτάμενος δίσκος προσγειώνεται μπροστά τους. Ανοίγει μια ράμπα και κατεβαίνουν άνδρες πάνω σε κάποιου είδος καροτσάκια, με τρίαινες στα χέρια, με μεγάλα άσπρα μούσια. Παρατηρώντας καλύτερα, τα καροτσάκια μεταφέρουν ένα είδος εξωγήινης ανδρικής γοργόνας.

«Δεν είναι δυνατόν….»,λέει με τρεμάμενη φωνή ο οδηγός. «Τελικά ο τρελόγερος είχε δίκιο…Υπάρχουν οι Άτλαντες και να που ήρθε η μέρα να με πάρουν μαζί τους…Δεν μπορώ να το πιστέψω…»

Ο πιο γεροδεμένος από τους Άτλαντες πλησιάζει με το καροτσάκι του το αυτοκίνητο από τη μεριά του οδηγού. Χτυπάει το τζάμι. Ο οδηγός το ανοίγει. Επειδής είπα πριν ότι το αυτοκίνητο τα έπαιξε, το παράθυρο είναι της παλιάς σχολής. Και μην ξεχνιόμαστε, μόνο 123.000 ευρώ. Κελεπούρι.

-Καλησπέρα σας κύριε. Θα μπορούσα να σας κάνω μια ερώτηση;
-Βεβαίως, απάντησε ο οδηγός.
-Τυγχάνει να είστε ο εγγονός του Domino Skywalker;
-Ναι εγώ είμαι.
-Ααα, πολύ ωραία, σας βρήκαμε με την πρώτη. Ήταν ξέρετε πολύ χρήσιμες οι πληροφορίες του παππού σας.
-Ποιές πληροφορίες και ποιός παππούς μου, αφού ο παππούς τα τίναξε πριν δύο χρόνια όταν έβαλε στοίχημα ότι μπορεί να φάει πιο πολλά πιτόγυρα από έναν τύπο που του πουλούσε μαγκιά.
-Μα καλά ρε φίλε, δεν έχεις ακούσει ποτέ για σκηνοθετημένο θάνατο; Δεν μπορεί να είσαι εσύ ο εγγονός του τιμημένου Domino. Αν δεν είχες το τραβεστί δίπλα σου θα ορκιζόμουν ότι έκανα λάθος.
-Τραβεστί; Καλά, τραβεστί είσαι;
-Γιατί, έχεις γνωρίσει πολλές γυναίκες να μπορούν να σε πάρουν αγκαλιά;, απαντάει το τραβεστί και κοιτάζει τον καθρέφτη για να βάλει λιπ γκλος.

Ο Άτλαντας κάνει παραπίσω και σηκώνει την τρίαινά του. Το Πεζό αρχίζει να πετάει προς τον ιπτάμενο δίσκο, ώσπου μπαίνει μέσα.

Ένας άλλος Άτλαντας πλησιάζει διστακτικά αυτόν που έκανε τα φακιρικά.
-Κυρ-λοχία, του λέει.
-Τι θες στρατιώτη;
-Άντε τον εγγονό τον πήραμε, το τραβεστί τι θα το κάνουμε;
-Έχεις δει τον γιο του βασιλιά μας;
-Ποιο, το Αριέλ το μικρό γοργόνι; Το ερμαφρόδιτο παιδί του βασιλιά;
-Ναι.
-Ε τι;
-Ε δε σε λέω, άι σιχτίρ.

Μπαίνουν μέσα στον ιπτάμενο δίσκο.

-Πρέπει να ανεφοδιαστούμε, λέει ο πλοηγός. Έχει κάτι καλαμπόκια εδώ δίπλα, θα αφήσω για λίγο τον δίσκο να βοσκήσει.
-Εντάξει, είπε ο λοχίας, και ανοίγει το καινούριο τεύχος του Atlantian Boobs.

Κάπου στο αμπάρι, ο εγγονός και το τραβεστί κοιμόταν αγκαλίτσα. Δεν ήξεραν που έχουν μπλέξει…

Ε νιου αντβέντσουρ μπιγκίνς!

Ακολουθεί διαφημιστικό μήνυμα χωρίς χρέωση.
Θέλετε να μάθετε αγγλικά; Αγγλικά Domino. Ταχύρυθμα, ενηλίκων, ευκινήτων, για καρδιακούς, για καλά παιδιά, για τυφλούς.
Google ads και τα @@ μας κουνιούνται…

Η επιστροφή από το Κονγκό: Ο Τζαφάρ.

Εδώ και μερικές μέρες προσπαθώ να προσαρμοστώ στην νέα -παλιά δηλαδή- πραγματικότητα. Δηλαδή όχι πλέον σκούπισμα με φύλλα και φαγητό το οποίο δεν έχει τρίχες. Και δεν φέρνει σε ποντίκι. Εκεί στην έρημο το μεγαλύτερο ζώο είναι ο αρουραίος. Επίσης προσπαθώ να ξαναβρώ την γραφή μου, αλλά εκεί που ήμουν ούτε καν μιλούσα,γρύλιζα, οπότε το ότι θυμάμαι ακόμα το αλφάβητο είναι άξιο αναφοράς.

Ρε πούστη, αυτός ο Burial είναι όντως τόσο βαρύς ή εγώ απλά είμαι τόσο χαϊβάνι;

Εκεί στο Κονγκό έκανα μερικές πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες. Ένας ήταν ένας Ιρακινός, ο Τζαφάρ, ο οποίος είχε καταλήξει εκεί λόγω παντρειάς. Σώγαμπρος. Αυτές οι κονγκολέζες είναι πολύ άτιμες και τους τυλίγουν τους άντρες τσακ μπαμ. Η παγκοσμιοποίηση είχε κάνει καλό στα αισθηματικά του, ενώ αντιθέτως τα δικά μου τα ρήμαξε.

Με τον Τζαφάρ κάναμε πολύ παρέα, διότι ήμασταν συνάδελφοι. Ανήκαμε στο εργατικό δυναμικό μιας εταιρείας η οποία μάζευε καρύδες. Το απογευματάκι πίναμε μαζί μπύρες, τραβιόταν μετά από τόση κούραση και τόση ζέστη.

Και εδώ αρπάζω τη ευκαιρία από τα μαύρα της μαλλιά και θα σας εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο όλοι οι σκληρά εργαζόμενοι στο λιοπύρι πίνουν αβέρτα μπύρες. Όπως οι μπετατζήδες που κάθε απόγευμα αφήνουν πίσω τους τόσα κουτάκια, που φτάνουν να φτιαχτούν και τα αλουμίνια του σπιτιού.

Ο λόγος λοιπόν είναι οι ηλεκτρολύτες. Η μπύρα, που όπως πολλάκις έχω πει ονομάζεται και αγίασμα, είναι καταπληκτική στο να αναπληρώνει τους χαμένους ηλεκτρολύτες του σώματος. Βέβαια που το ξέρει αυτό ο αλβανάκος ο Φισνίκ, που ο παππούς μου τον ονόμασε Φώτη γιατί τον βρήκε τότες ψόφιο μέσα σε ένα χωράφι των Φώτων, δεν το γνωρίζω, αλλά το πόιντ είναι ότι έχει ξεσκισθεί (παρατηρήστε το «θ» και όχι το «τ», δίνει μια άλλη ποιότητα στη γραφή) να πίνει μπύρες.

Επίσης, η Άμστελ η πεντακοσάρα γι’αυτό ονομάζεται και «μπετατζίδικη».

Ξαναγυρνάω στο θέμα μου λοιπόν -ναι, υποβόσκει κάπου θέμα- και συνεχάου. Ο Τζαφάρ που λέτε όταν έμαθε ότι θα ξαναγυρίσω στην πατρίδα γιατίς πλέον όλοι μου οι εχθροί είχαν ψοφήσει, μου ζήτησε να τον πάρω μαζί μου. Και την γυναίκα του και τα επτά (εφτά) παιδιά του.

Επειδής ήταν πολύ αφάν γκατέ και οτ κουτούρ, πολύ κουλ τυπάκι και φάνκι φατσούλα, δέχτηκα. Είπα κρίμας είναι ο άνθρωπας (ο εργοδότης μας θα έλεγε «κρίμας είναι το ζωντανό», τέτοιος σκατόψυχος και ρατσιστής ήταν), δεν πρέπει να τον αφήσω εδώ στη μιζέρια. Οπότες του πλήρωσα τα εισιτήρια με τις λίρες που έκρυβα μέσα στη γλάστρα, διότι εγώ δεν τις εμπιστεύομαι τις τράπεζες, και τον έφερα.

Η δουλειά που του βρήκα ήταν μπάτλερ στο σπίτι μιας φίλης μου της οποίας της στάζουν τα ευρά από τα μπατζάκια. Όποτε φοράει παντελόνια γιατί συνήθως κυκλοφορεί με κάτι φούστες σαν ζώνες. Το Τζαφάρ έγινε Ζαφείρης και ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Και ο Τζαφάρ, όπα, Ζαφείρης, λάθος, γιατί καθάριζε πολλά λεφτά, και η φίλη μου γιατί δούλευε ο τύπος σκληρά (μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό) και εγώ επειδής είχα καταφέρει να τον αποκαταστήσω και δεν τον έφερα άδικα, διότι το είχα άγχος. Είμαι και πονόψυχος ο πούστης.

Τα προβλήματα ξεκινήσανε ένα βράδυ, ή καλύτερα μια νύχτα, που έλιωνα σε αυτήν την μπούρδα το Facebook αντί να κοιμάμαι ή να είμαι έξω τουλάχιστον να βρω καμιά τελειωμένη που να κάνει πλιτς-πλιτς (είμαι ένα σεξιστικό γουρούνι, το πιστεύω), χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Κοιτάζω από το ματάκι και δεν βλέπω τίποτα, μια μαυρίλα. Ανοίγω την πόρτα και αντικρίζω μπροστά μου την κυρα-Ζαφείρενα.

«Α, γι’αυτό έβλεπα μια μαυρίλα», σκέφτηκα.

Μου σκάει ένα μπουκέτο στη μάπα σαν εκείνο που μου έριξε ένας τύπος πριν είκοσι χρόνια στο γυμνάσιο. Αλλά έπρεπε να το δείτε τον τύπο μετά πως τον έκανα εγώ…Τέλος πάντων, αφού συνήλθα, την ρωτάω τι έγινε και μου αρχίζει σε έντονο ύφος τα κονγκολέζικα.
Προσπαθούσα να καταλάβω τις λέξεις ανάμεσα στα σάλια που πετούσε. Κάτι για «ίντερνετ» έλεγε, κάτι για «σεχ» (όχι σεξ γιατί οι βλαμμένοι στο ιν.γκρρρρρ το γράφουν έτσι και θέλω να φέρω κόσμο στο μπλόγκι με ρουφιάνικους τρόπους) και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα.
Μου πέρασε από το μυαλό ότι έκανε τίποτα με την φίλη μου την αφεντικίνα του. Εκείνη την στιγμή ξενέρωσα γιατί εγώ προσπαθώ χρόνια να την ρίξω, και αυτός την έφαγε σε δύο μήνες;

Μετά από πολύ προσπάθεια κατάλαβα ότι ο Ζαφείρης είχε αγοράσει ένα λαπτόπι και μια σύνδεση από αυτές τις ασύρματες που σου πιάνουν τον κώλο για να έχει ίντερνετ. Διότι και καλά το χρειαζόταν στην δουλειά του. Εμ έλα που ο Ζαφείρης είχε εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως τσοντιάρη και την κυρά του την είχε αφήσει χωρίς κοκό πόσο καιρό…

Την άλλη μέρα το απόγευμα, πήγα στο σπίτι της φίλης μου. Αφού ήπιαμε ένα ποτό και είπαμε πέντε-έξι βλακείες, μου είπε ότι τα είχε φορτώσει στον κόκκορα ο υπάλληλός της και κλεινόταν στο γκαράζ με το λαπτόπι παρέα για ώρες.

Έφυγα σκεπτικός από το σπίτι, και προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να τον κάνω να ξεκολλήσει, και φυσικά αυτό να γίνει με τακτ, γιατί είναι γνωστό ότι είμαι τακτικός τύπος. Νούνιζα και νούνιζα, αλλά δεν έβρισκα τίποτα. Μπορεί να είμαι τακτικός, αλλά όχι έξυπνος.

Τελικά μου ήρθε στο μυαλό να πάρω τηλέφωνο τον Ανηλάκη τον φίλο μου, ο οποίος δουλεύει στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας της οποίας συνδρομητης ήταν ο Ζαφείρης. Και λέω ήταν γιατί έπεισα τον Ανηλάκη να του στείλει έναν λογαριασμό της τάξεως των 4.983,34€. Σαν ποσό από τηλεπαιχνίδι ακούγεται.

Όταν έφτασε ο λογαριασμός σπίτι, ο Ζαφείρης έπαθε καρδιακό επεισόδιο. Αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν το περίμενα να πω την αλήθεια.

Τώρα θυμήθηκα μια θρησκευτικό που είχα στο γυμνάσιο -πολύ αναφέρω το γυμνάσιο απόψες- που μας έλεγε ότι αυτή που απατάνε τις γυναίκες τους συνήθως πεθαίνουν στο κρεβάτι με τις ερωμένες τους επειδής τους τιμωρεί ο Θεός.

Και που λες σωριάζεται κάτω ο Ζαφείρης και εμένα μου πήγε να. Είχα παει από εκεί το χαϊβάνι για να δω την έκφρασή του όταν θα άνοιγε τον φάκελο. Ήθελα να κάνω και χαβαλέ το ζώο. Τι σημαίνει που ξέρω πότε θα έφτανε ο λογαριασμός; Εδώ ξέρω πότε θα πεθάνω (στα 53) δεν θα ξέρω πότε θα φτάσει ένας λογαριασμός;

Τον αρπάζω,τον βάζω στο Πεζό και πλακώνομαι να φτάσω στο κοντινότερο νοσοκομείο. Ευτυχώς ο άνθρωπος έγινε καλά και τελικά το έκοψε το χούι.

Τον λογαριασμό πήγε τελικά και τον πλήρωσε. Τα λεφτά πήγανε στον Ανηλάκη, ο οποίος σωστός τζέντλεμαν μου τα επέστρεψε. Του έδωσα κάτι για τον κόπο του (με ξένα κόλυβα κηδεία δηλαδής) και τα υπόλοιπα τα έβαλα στην τσέπη μου.

Όπως είπα πριν είμαι μεγάλο χαϊβάνι και ζώο. Δυστυχώς το νοσοκομείο ήταν ιδιωτικό και αναγκάστηκα να πληρώσω τον λογαριασμό με αυτά. Εμ ήθελε και σουϊτα για τον καλό της η κυρα-Ζαφείρενα, άσχετα αν δεν κοκό πόσο καιρό. Έρωτας.

Το ηθικό δίδαγμα της υπόθεσης ήταν τελικά ότι έπρεπε να τον πάω σε δημόσιο μπας και βγάλω και εγώ καμιά μίζα. Εμ πώς θα γινόμουν μεγαλοεπιχειρηματίας αν δεν είχα το τσατσιλίκι μέσα μου;

Η επιστροφή από το Κονγκό: Ο τατουχτυπημένος λαχειοπώλης.

Εχθές τα ξημερώματα επιτέλους ξαναένιωσα αυτήν την σκατοϋγρασία που δέρνει την Θεσσαλονίκη μετά από σχεδόν δέκα μήνες απουσίας. Το Ντόιγκ 747 προσγειώθηκε μετά κόπων και βασάνων στον πολύπαθο αεροδιάδρομο του «Μακεδονία».

Η απευθείας πτήση από την Λιβερία με κούρασε πάρα πολύ. Κατά την πολύωρη διάρκειά της, σκεφτόμουν όλα αυτά που πέρασα, κυνηγημένος από τους δαίμονες της Νέας Τάξης Πραγμάτων και τις Μάγισσες του Σταρ Τσάνελ.

Θυμόμουν το βράδυ που χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ήταν το ηχογραφημένο μήνυμα των σούπερ μάρκετ Τσοντόπουλος. Θυμόμουν το πρωί που είχε τελειώσει ο εσπρέσο. Θυμόμουν το μεσημέρι που με έπιασαν επτά φανάρια κόκκινα στη σειρά. Ήταν φανερό: είχα πέσει θύμα ενός πολύ δυνατού ξορκιού.

Στο μυαλό μου τριγυρνούσαν οι λέξεις που μου είχε πει ο λαχειοπώλης :
«Ένα βράδυ δεν είχα τι να κάνω και πήρα το παπί και πήγα σε ένα κωλόμπαρο σε ένα παραδιπλανό στενό. Εκεί ήταν μια ρουμάνα, την οποία ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Ξόδευα όλα μου τα λεφτά εκεί, βραδιές και βραδιές, γυρνόντας τα πρωινά στην γυναίκα μου, πιωμένος αλλά ευτυχισμένος και σωματικά ανακουφισμένος. Δεν είχα φράγκο να πληρώσω το πρακτορείο των λαχείων, την «Ξεμωραμένη». Χρωστούσα τόσα πολλά, ώστε ο τύπος που την είχε δεν άντεξε και την πούλησε. Αυτός άνοιξε μια καφετέρια στην Καμάρα και πηγαίνουν τα φοιτητόνια, και λέγεται ότι από τότε δεν γέρασε ούτε μια μέρα, δεν εμφανίστηκε στο πρόσωπό του όυτε μια ρυτίδα, γιατίς με κάθε φιλί που δίνει στις νεαρές κοπέλες για το καλωσόρισμα τις κλέβει και από μία μέρα της ζωής τους…
Να μην στα πολυλέω, ήταν τέτοιος ο έρωτας μου γι’αυτήν που πήγα και χτύπησα τα όμορφα μάτια της τατουάζ στην πλάτη μου. Να, δες….Θα μου πεις, που ήξερε ο τατουατζής πως είναι τα μάτια της; Ε πήγα το κεφάλι της εκεί…»

Μόλις άκουσα την φριχτή του ομολογία, πήρα τον καλό μου τον σουγιά τον Victorinox και του έκοψα τα απ’αυτά. Τα έριξα στην φωτιά του τζακιού, και είπα μια αρχαία προσευχή, όπου καλούσα τον Πολέμαρχο του Θεού να αναπαύσει την πουτάνα και να κάψει στην κόλαση αυτόν τον ελεεινό τύπο που φαλήρισε την «Ξεμωραμένη-Πρακτορείο Λαχείων».

Αυτή μου η επίκληση ήταν που άνοιξε τις πύλες του κακού. Ένιωσα ένα ρίγος στην σπονδυλική στήλη και ένιωσα τα δαιμόνια να με ψάχνουν, με φρικτές υπερηχητικές τσιρίδες. Κατάλαβα.

Μπήκα στο Πεζό και πήγα στο αρχηγείο μου. Ο μόνος τρόπος για να διαφύγω ήταν να μπω στο σούπερ κανόνι που είχα δημιουργήσει γι’αυτήν ακριβώς την περίσταση και να σκάσω μύτη στο μακρινό Κονγκό, έτσι όπως και έγινε άλλωστε…