Η πόλη των Αρκουδακίων ήταν σε αναβρασμό. Είχε μαθευτεί ότι σε λίγο κατεύθανε ο στόλος και είχαν βγει τα περισσότερα Αρκουδάκια στον δρόμο. Οι ιερόδουλες κατηφόριζαν προς το λιμάνι για να κάνουν σεφτέ με τα ναυτάκια που είχαν να δουν γυναίκα για έτη φωτός. Σε εκείνη την εποχή, το ιντερέσιαλ σεξ είναι κάτι το συνηθισμένο, οπότε μην ανησυχείτε για το τι θα βγει αν σπάσει το προφυλακτικό.
Οι αντάρτες του Συννεφούλη πολιορκούσαν τα δημόσια κτίρια, πλέον οχυρά των Σκιών. Παιδιά, παππούδες και γατιά είχαν βγάλει τις χάλκινες ζώνες που περιόριζαν τις μαγικές κοιλίτσες τους και τα έκαναν όλα πουτάνα.
Όμως και οι Σκιές δεν καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Πετούσαν ανάμεσα στα Αρκουδάκια και έμπαιναν μέσα τους από τα ρουθούνια. Έπαιρναν τον έλεγχο και βρέθηκαν να πολεμούν τα Αρκουδάκια μεταξύ τους, αδερφός με αδερφό, πρών γκόμενα με νυν. Πολύ κατεστραμένο μανικιούρ σε λέω.
Ο Συννεφούλης είχε έναν τηλεβόα και συντόνιζε τις επιθέσεις. Ήξερε ότι μπορούσαν να αντέξουν για λίγο ακόμα, ίσως ήταν και ζήτημα ωρών η συνθλιβή τους. Αλλά ήλπιζε ότι ο αστρικός στόλος της Ομοσπονδίας ήταν κοντά. Ανέβηκε πάνω σε ένα αυτοκίνητο και απευθύνθηκε στα Αρκουδάκια.
«Γενναία Αρκουδάκια, φίαρ νοτ, γιατίς θα τους πάρουμε τα σώβρακα. Απόψες τους στέλνουμε πίσω στην διάστασή τους, να πλάθουν μουστοκούλουρα και να τρώνε λαχανοντολμάδες.»
Αυτά τα λόγια του αρχηγού δημιούργησαν κλίμα συγκίνησης αλλά και ενθουσιασμού. Τα Αρκουδάκια ακτινοβολούσαν με ακόμη περισσότερη δύναμη.
«Ακτινοβολήστε Αρκουδάκια, έτσι όπως δεν έχετε ακτινοβολήσει ποτές.»
Μερικές χιλιάδες έτη φωτός μακριά
Ο υποδιοικητής του Στόλου, ο Αντιναύαρχος Πατέκ Φιλίπ, ήταν ανήσυχος. Παρατηρούσε το Ναύαρχο που ετοίμαζε τα αστρόπλοια για μάχη, αλλά φαινόταν ότι είχε ενστάσεις. Αυτό το κατάλαβε ο νεαρός μούτσος που του έφτιαχνε καφέδες, οπότε τον ρώτησε.
-Κύριε Αντιναύαρχε, τι έχετε; Δεν χαίρεστε που θα ξεπατώσουμε το ρυπαρό αυτό γένος από έναν ακόμη πλανήτη;
Τα γερασμένα μάτια του Πατέκ κοίταξαν το νεαρό, ώριμο παλλικάρι.
-Κωστάκη, είμαι με το Ναύαρχο χρόνια μαζί, από την σχολή του ναυτικού ακόμα. Ήμουν πάντα δίπλα του, πιστός του φίλος και συνεργάτης. Αλλά…
-Πείτε μου κύριε Αντιναύαρχε, πείτε μου, αλλά τι;
-Ήταν πριν δεκατέσσερα χρόνια, στο ηλιακό σύστημα του Αντάρη. Οι Εκείνοι είχαν καταλάβει τον πλανήτη ενός σπουδαίου λαού, των Dominians. Ζούσαν πίνοντας μπύρες και τρώγοντας πιτόγυρα, καταλαβαίνεις πόσο μπροστά ήταν…
Ο μούτσος κούνησε το κεφάλι του με δέος. Είχε ακόυσει γι’αυτούς. Όντως ήταν πολύ μπροστά.
-Είχαμε πορεία προς τα εκεί. Ήταν όμως και η πρώτη φορά που είχαμε προσαρμόσει στη ναυαρχίδα μας, το Κάτι-σαν-σαρκ, τον Αρμάνι και τον Βερσάτσε. Ο πλανήτης των Dominians είχε πραγματικά γεμίσει Σκιές, αδύνατον να νικήσουμε με συμβατικά όπλα. Οπότε και τα οπλίσαμε.
-Και μετά, και μετά;
-Φτάσαμε στον πλανήτη και βλέπαμε τους κατοίκους να σφαγιάζονται από Εκείνους. Βλέπαμε γυναικόπαιδα να έχουν καταληφθεί από εκείνους και να μαχαιρώνουν το ένα το άλλο. Οι υπόλοιποι ξέμεναν από πυρομαχικά. Έβλεπαν τις Σκιές να κατασπαράζουν τις ζωντανές τους σάρκες. Κοιτούσαν προς τα πάνω γεμάτοι ελπίδα. Αλλά εμείς…
-…;
-…εμείς δεν κάναμε αυτό που έπρεπε.
Ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο, όμορφο προσωπάκι του.
-Δεν σε πιάνω Αντιναύαρχε.
-Ο Ναύαρχος κοιτούσε την σφαγή, ώσπου έκανε νόημα τον πλοηγό να μας ξαναβγάλει στο υπερδιάστημα. «Είδαμε αρκετά», του είπε. Η ναυαρχίδα μας απομακρύνθηκε μερικές χιλιάδες έτη φωτός από τον πλανήτη, σα να ήθελε να είναι μακριά από αυτό που θα ακολουθούσε.
-Και τι ακολούθησε;
-Σου έχω πει πόσο σπαστικός είσαι; Αν δεν ήξερα τον θειο σου που είναι εφοριακός, θα σε έστελνα στον πυρηνικό αντιδραστήρα να φτυαρίζεις πλουτώνιο για να δουλεύει το πράμα. Τέλος πάντων, διέταξε να πατήσουν το κουμπί.
-Το κουμπί;
-Η αρχαία και τρομακτική δύναμη του Αρμάνι και του Βερσάτσε εξαπολύθηκαν. Δύο περιστρεφόμενες ακτίνες φωτός, η μία μπλε και η άλλη μωβ, η μία μέσα στην άλλη. Και χτύπησαν τον πλανήτη. Και τότε απέκτησε ο Ναύαρχος το παρατσούκλι του.
– Ο Καταστροφέας των Κόσμων;
-Ναι, ο Καταστροφέας των Κόσμων. Οι Dominians εξαφανίστηκαν, μαζί τους και το μυστικό για τον καλύτερο χοιρινό γύρο του γαλαξία.
Έβγαλε μια φωτογραφία και την έδωσε στον μούτσο.
-Να, κοίτα τον.
Όντως, ακόμα και από αυτήν τη ασπρόμαυρη φωτογραφία φαινόταν ότι ήταν ο καλύτερος γύρος του γαλαξία.
Την αφήγηση διέκοψε η φωνή του πλοηγού.
«Μπήκαμε στην ατμόσφαιρα κύριε Ναύαρχε, αναμένω εντολές σας.»